ἀπλανῆ

ἀπλανῆ
ἀπλανής
not wandering
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀπλανής
not wandering
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀπλανής
not wandering
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τἀπλανῆ — ἀπλανῆ , ἀπλανής not wandering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπλανῆ , ἀπλανής not wandering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπλανῆ , ἀπλανής not wandering masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • нельстьныи — (17) пр. 1. Истинный, правдивый: нечьстивы и мьрзъкъ сы... обычаи... || ...ѿнѹдъ ѿсѣщи. да нельстьнѹ и чистѹ ѿ свѧтитель проповѣданию на поставл˫аныихъ. [в др. сп. поставленыи(х)] бывающе съвыше ˫ако нын˫а ѹбо не вѣмъ. (ἀκαπηλεὐτоυ) КЕ XII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • κόλληση — η (AM κόλλησις) [κολλώ] 1. συνένωση δύο σωμάτων με ή χωρίς παρεμβολή κόλλας ή άλλου συνδετικού υλικού, η συγκόλληση 2. το υλικό που χρησιμοποιείται για συγκόλληση νεοελλ. 1. σημείο όπου έγινε η ένωση δύο αντικειμένων με κόλλα 2. κράμα κασσιτέρου… …   Dictionary of Greek

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • συμπεριστρέφομαι — ΝΜΑ [περιστρέφω] περιστρέφομαι μαζί με άλλον («τῶν ἄστρων τὰ μὲν ἀπλανῆ τῷ σύμπαντι οὐρανῷ συμπεριστρέφονται», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • συμπεριφέρω — ΝΑ [περιφέρω, ομαι] περιφέρω κάτι μαζί μου ή μαζί με κάτι άλλο ή μαζί με άλλους νεοελλ. μέσ. συμπεριφέρομαι α) φέρομαι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δείχνω αυτήν ή την άλλη διαγωγή («δεν συμπεριφέρθηκε όπως έπρεπε») β) έχω καλούς τρόπους («μάθε να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”